- ἀγνοήσαι
- ἀγνοήσαῑ , ἀγνοέωnot to perceiveaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγνοῆσαι — ἀγνοέω not to perceive aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неразоумѣти — НЕРАЗОУМѢ|ТИ (16), Ю, ѤТЬ гл. Не знать чегол.: тѣмь подобаше и тебе семѹ посъмотрити и б҃жествьнаго писани˫а не неразѹмѣти ѡбраза. къ иконамъ же къ идолѹ видѣти прибытъкъ. (μὴ ἀγνοῆσαι) ЖФСт XII, 109 об.; первоѧ ѹбо изложеныѧ заповѣди... ˫ако же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετακόσμησις — μετακόσμησις, ἡ (Α) [μετακοσμώ] 1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση 2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek